ὀπτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση: Οπτική γωνία, οπτικό πεδίο. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάτι, ως όργανο της όρασης: Οπτικό νεύρο. 3. αυτός που έχει σχέση με την όραση: Οπτικός τηλέγραφος. 4. ως ουσ., οπτικός, ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπτικά — ὀπτικός of neut nom/voc/acc pl ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc/acc dual ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικώτερον — ὀπτικός of adverbial comp ὀπτικός of masc acc comp sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικωτέρων — ὀπτικός of fem gen comp pl ὀπτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικῶν — ὀπτικός of fem gen pl ὀπτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικόν — ὀπτικός of masc acc sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπορικός σημαντήρας — Οπτικός σημαντήρας για την καθοδήγηση των αεροπλάνων. Χρησιμοποιείται στους διαδρόμους προσγείωσης και στα τυχόν επικίνδυνα σημεία γύρω από τα αεροδρόμια. Συνήθως είναι κόκκινο φως που αναβοσβήνει … Dictionary of Greek
ὀπτικαῖς — ὀπτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτικαί — ὀπτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)