οπτικός

οπτικός
η , ό[ν] 1.
1) оптический;

οπτικά όργανα — оптические приборы;

2) зрительный;

οπτικό νεύρο — зрительный нерв;

οπτικό πεδίο — поле зрения;

οπτικές παραισθήσεις — или οπτική απάτη — оптический обмин, обмин зрения; — мираж;

οπτική γωνία — угол зрения;

2. (ο )
1) оптик; 2) торговец оптикой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οπτικός" в других словарях:

  • ὀπτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση: Οπτική γωνία, οπτικό πεδίο. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάτι, ως όργανο της όρασης: Οπτικό νεύρο. 3. αυτός που έχει σχέση με την όραση: Οπτικός τηλέγραφος. 4. ως ουσ., οπτικός, ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπτικά — ὀπτικός of neut nom/voc/acc pl ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc/acc dual ὀπτικά̱ , ὀπτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικώτερον — ὀπτικός of adverbial comp ὀπτικός of masc acc comp sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικωτέρων — ὀπτικός of fem gen comp pl ὀπτικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικῶν — ὀπτικός of fem gen pl ὀπτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικόν — ὀπτικός of masc acc sg ὀπτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροπορικός σημαντήρας — Οπτικός σημαντήρας για την καθοδήγηση των αεροπλάνων. Χρησιμοποιείται στους διαδρόμους προσγείωσης και στα τυχόν επικίνδυνα σημεία γύρω από τα αεροδρόμια. Συνήθως είναι κόκκινο φως που αναβοσβήνει …   Dictionary of Greek

  • ὀπτικαῖς — ὀπτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπτικαί — ὀπτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»